κακοτοπιά

κακοτοπιά
η (Μ κακοτοπία)
έδαφος τραχύ και ανώμαλο, δύσβατος τόπος
νεοελλ.
μτφ. δύσκολη περίσταση, δυσχέρεια, κίνδυνος («φοβάται τις κακοτοπιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + τόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοτοπιά — η δύσβατος τόπος, δυσχέρεια, δύσκολη περίσταση: Να φοβάσαι τις κακοτοπιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθλιότοπος — ο άθλιος, ελεεινός τόπος (άγονος, φτωχός ή ανθυγιεινός), δύσβατος τόπος, κακοτοπιά …   Dictionary of Greek

  • δυσκολοτοπία — δυσκολοτοπία, η (Μ) δύσκολος τόπος, κακοτοπιά …   Dictionary of Greek

  • δυστραπελία — και δυστραπελεία, η (Α) 1. δυσκολία, δυσκινησία 2. (για έδαφος) κακοτοπιά …   Dictionary of Greek

  • δυσχωρία — δυσχωρία, η (Α) 1. ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά 2. έλλειψη χώρου ή θέσης 3. δυσχέρεια, δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”